γαύρα

γαύρα
η
η αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαῦρα — γαῦρος exulting in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυρώνω — [γαύρα] γαυριάζω, έχω ορμή για συνουσία …   Dictionary of Greek

  • γαυρίζω — εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. τού γαυριώ κατ άλλους γαυρίζω < γαύρα] …   Dictionary of Greek

  • γαυρομανώ — ( άω) έχω ασυγκράτητη ορμή για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαύρα + μανώ < μανής < μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”